- ανάλαδος
- -η, -οεπίρρ. -α ο χωρίς λάδι: Τα χόρτα είναι ανάλαδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανάλαδος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν περιέχει λάδι, ο άλαδος 2. αυτός που δεν λαδώθηκε με το άγιο Μύρο, αβάφτιστος, αλάδωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + λάδι] … Dictionary of Greek
άλαδος — και ανάλαδος, η, ο [λάδι] ο αλάδωτος* … Dictionary of Greek
ανάρτυτος — η, ο ακαρύκευτος, ανάλαδος· αυτός που δεν έφαγε φαγητά απαγορευόμενα στη νηστεία: Όλη τη Μ. Σαρακοστή την πέρασε ανάρτυτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)